- συμβολικός
- η , ό[ν] символический;
συμβολική παράσταση — символическое изображение
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συμβολική παράσταση — символическое изображение
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συμβολικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμβολικός — ή, ό / συμβολικός, ή, όν, ΝΜΑ [σύμβολο(ν)] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε σύμβολο, αυτός που σημαίνει κάτι με σύμβολο ή παριστάνεται με σύμβολα (α. «συμβολική παράσταση» β. «συμβολικὴ ἀπόκρισις», Φίλ. γ. «συμβολικὸς τρόπος διδασκαλίας»,… … Dictionary of Greek
συμβολικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που παρασταίνεται με σύμβολα: Η συμβολική ποίηση εμφανίζεται στην Ελλάδα μετά το 1885. 2. αυτός που έχει και κάποιο βαθύτερο νόημα εκτός απ αυτό που εκφράζει: Η γέρικη ελιά, στο ομώνυμο ποίημα του Μαβίλη, έχει συμβολικό… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συμβολικά — συμβολικός of neut nom/voc/acc pl συμβολικά̱ , συμβολικός of fem nom/voc/acc dual συμβολικά̱ , συμβολικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμβολικώτερον — συμβολικός of adverbial comp συμβολικός of masc acc comp sg συμβολικός of neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμβολικῶν — συμβολικός of fem gen pl συμβολικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμβολικόν — συμβολικός of masc acc sg συμβολικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμβολικώτατα — συμβολικός of adverbial superl συμβολικός of neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγνισμός — Συμβολικός καθαρισμός της ψυχής. Στην αρχαιότητα, όποιος ήθελε να κάνει θυσία ή να μπει σε ναό για προσευχή, έπρεπε προηγουμένως να καθαρίσει το σώμα του. Ο καθαρισμός γινόταν με ειδικά δοχεία που υπήρχαν στην είσοδο των ναών. Αυτός που έμπαινε… … Dictionary of Greek
κενοτάφιο — Συμβολικός τάφος που δεν περιέχει νεκρό· μνημείο που ανεγείρεται σε ανάμνηση εξαφανισμένου. Η ανέγερση κ. αποτελούσε τελετουργική συνήθεια πολλών λαών της αρχαιότητας και βασιζόταν στην πεποίθηση ότι οι ψυχές των άταφων νεκρών δεν μπορούσαν να… … Dictionary of Greek
αγκυλωτός σταυρός — Συμβολικός σταυρός, τα άκρα του οποίου κάμπτονται. Διακρίνουμε δύο τύπους α.σ., τη σβάστικα, αν τα άκρα του κάμπτονται προς τα αριστερά, και τη σαουβάστικα, αν τα άκρα του κάμπτονται προς τα δεξιά. Ο α.σ. είναι πανάρχαιο σύμβολο του ήλιου και της … Dictionary of Greek